ομοζυγωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομοζυγωτικός | η | ομοζυγωτική | το | ομοζυγωτικό |
| γενική | του | ομοζυγωτικού | της | ομοζυγωτικής | του | ομοζυγωτικού |
| αιτιατική | τον | ομοζυγωτικό | την | ομοζυγωτική | το | ομοζυγωτικό |
| κλητική | ομοζυγωτικέ | ομοζυγωτική | ομοζυγωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομοζυγωτικοί | οι | ομοζυγωτικές | τα | ομοζυγωτικά |
| γενική | των | ομοζυγωτικών | των | ομοζυγωτικών | των | ομοζυγωτικών |
| αιτιατική | τους | ομοζυγωτικούς | τις | ομοζυγωτικές | τα | ομοζυγωτικά |
| κλητική | ομοζυγωτικοί | ομοζυγωτικές | ομοζυγωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομοζυγωτικός < ομοζυγώτης
Επίθετο
ομοζυγωτικός
- ο σχετικός με τους ομοζυγώτες ή μονοζυγώτες διδύμους
- οι ομοζυγώτης δίδυμος, εκείνος που μοιράζεται το ίδιο DNA με τον δίδυμο αδελφό του, καθώς έχουν προέλθει και οι δύο από τη γονιμοποίηση ενός και μόνον ωαρίου που διαιρέθηκε, σε αντιδιαστολή προς τους ετεροζυγώτες ή διζυγώτες
Αντώνυμα
- διζυγώτης
- διζυγωτικός
- ετεροζυγώτης
- ετεροζυγωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.