ομοζυγώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομοζυγώτης οι ομοζυγώτες
      γενική του ομοζυγώτη των ομοζυγωτών
    αιτιατική τον ομοζυγώτη τους ομοζυγώτες
     κλητική ομοζυγώτη ομοζυγώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοζυγώτης < αγγλική homozygote < ομού +ζυγωτός

Επίθετο

ομοζυγώτης, ο και η πληθ. οι ομοζυγώτες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.