μονιμοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονιμοποιημένος η μονιμοποιημένη το μονιμοποιημένο
      γενική του μονιμοποιημένου της μονιμοποιημένης του μονιμοποιημένου
    αιτιατική τον μονιμοποιημένο τη μονιμοποιημένη το μονιμοποιημένο
     κλητική μονιμοποιημένε μονιμοποιημένη μονιμοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονιμοποιημένοι οι μονιμοποιημένες τα μονιμοποιημένα
      γενική των μονιμοποιημένων των μονιμοποιημένων των μονιμοποιημένων
    αιτιατική τους μονιμοποιημένους τις μονιμοποιημένες τα μονιμοποιημένα
     κλητική μονιμοποιημένοι μονιμοποιημένες μονιμοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μονιμοποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.