αμονιμοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμονιμοποίητος | η | αμονιμοποίητη | το | αμονιμοποίητο |
| γενική | του | αμονιμοποίητου | της | αμονιμοποίητης | του | αμονιμοποίητου |
| αιτιατική | τον | αμονιμοποίητο | την | αμονιμοποίητη | το | αμονιμοποίητο |
| κλητική | αμονιμοποίητε | αμονιμοποίητη | αμονιμοποίητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμονιμοποίητοι | οι | αμονιμοποίητες | τα | αμονιμοποίητα |
| γενική | των | αμονιμοποίητων | των | αμονιμοποίητων | των | αμονιμοποίητων |
| αιτιατική | τους | αμονιμοποίητους | τις | αμονιμοποίητες | τα | αμονιμοποίητα |
| κλητική | αμονιμοποίητοι | αμονιμοποίητες | αμονιμοποίητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμονιμοποίητος < α- + μονιμοποιώ + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μονιμοποιώ, μόνιμος και ποιώ
Πηγές
- αμονιμοποίητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμονιμοποίητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
αμονιμοποίητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.