αμονιμοποίητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμονιμοποίητος η αμονιμοποίητη το αμονιμοποίητο
      γενική του αμονιμοποίητου της αμονιμοποίητης του αμονιμοποίητου
    αιτιατική τον αμονιμοποίητο την αμονιμοποίητη το αμονιμοποίητο
     κλητική αμονιμοποίητε αμονιμοποίητη αμονιμοποίητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμονιμοποίητοι οι αμονιμοποίητες τα αμονιμοποίητα
      γενική των αμονιμοποίητων των αμονιμοποίητων των αμονιμοποίητων
    αιτιατική τους αμονιμοποίητους τις αμονιμοποίητες τα αμονιμοποίητα
     κλητική αμονιμοποίητοι αμονιμοποίητες αμονιμοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμονιμοποίητος < α- + μονιμοποιώ + -τος

Επίθετο

αμονιμοποίητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.