μονύδριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μονύδριο | τα | μονύδρια |
| γενική | του | μονύδριου & μονυδρίου |
των | μονύδριων & μονυδρίων |
| αιτιατική | το | μονύδριο | τα | μονύδρια |
| κλητική | μονύδριο | μονύδρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονύδριο < μονή + υποκοριστικό επίθημα -ύδριο / μεσαιωνική ελληνική μονύδριον
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μονή
Μεταφράσεις
μονύδριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.