Μοναστηράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μοναστηράκι | τα | Μοναστηράκια |
| γενική | του | Μοναστηρακίου | των | Μοναστηρακίων |
| αιτιατική | το | Μοναστηράκι | τα | Μοναστηράκια |
| κλητική | Μοναστηράκι | Μοναστηράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μοναστηράκι < καθαρεύουσα Μοναστηράκιον. → δείτε και τη λέξη μοναστηράκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.na.stiˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐να‐στη‐ρά‐κι
Κύριο όνομα
Μοναστηράκι ουδέτερο
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Στην αγορά του Mοναστηρακίου τα περισσότερα μαγαζιά είναι ανοικτά, τα προϊόντα λάμπουν πάνω στα ράφια, αλλά οι περαστικοί, ελάχιστοι, δίχως διάθεση για αγορές. (Τάσος Οικονόμου, Αυτοψία στο Μοναστηράκι: Δεν κάθονται ούτε για σουβλάκι οι Έλληνες, εφημ. Έθνος, 28 Μαΐου 2020)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.