μοιρολογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοιρολογημένος η μοιρολογημένη το μοιρολογημένο
      γενική του μοιρολογημένου της μοιρολογημένης του μοιρολογημένου
    αιτιατική τον μοιρολογημένο τη μοιρολογημένη το μοιρολογημένο
     κλητική μοιρολογημένε μοιρολογημένη μοιρολογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοιρολογημένοι οι μοιρολογημένες τα μοιρολογημένα
      γενική των μοιρολογημένων των μοιρολογημένων των μοιρολογημένων
    αιτιατική τους μοιρολογημένους τις μοιρολογημένες τα μοιρολογημένα
     κλητική μοιρολογημένοι μοιρολογημένες μοιρολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μοιρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοιρολογώ

Μετοχή

μοιρολογημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.