μοιραρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μοιραρχία | οι | μοιραρχίες |
| γενική | της | μοιραρχίας | των | μοιραρχιών |
| αιτιατική | τη | μοιραρχία | τις | μοιραρχίες |
| κλητική | μοιραρχία | μοιραρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μοιραρχία θηλυκό
- το αξίωμα που έχει ένας μοίραρχος
- (κατ’ επέκταση) η περιοχή στην οποία έχει δικαιοδοσία ένας μοίραρχος
- (κατ’ επέκταση) το οίκημα όπου έχει την έδρα του ένας μοίραρχος ή (ειδικότερα) τα γραφεία της έδρας του
Μεταφράσεις
μοιραρχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.