μοιραρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοιραρχία οι μοιραρχίες
      γενική της μοιραρχίας των μοιραρχιών
    αιτιατική τη μοιραρχία τις μοιραρχίες
     κλητική μοιραρχία μοιραρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοιραρχία < μοίραρχος + -ία

Ουσιαστικό

μοιραρχία θηλυκό

  1. το αξίωμα που έχει ένας μοίραρχος
  2. (κατ’ επέκταση) η περιοχή στην οποία έχει δικαιοδοσία ένας μοίραρχος
  3. (κατ’ επέκταση) το οίκημα όπου έχει την έδρα του ένας μοίραρχος ή (ειδικότερα) τα γραφεία της έδρας του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.