μνῆστις

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μνῆστις < μνάομαι / μνῶμαι ... πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

μνῆστις, -εως/-ιος θηλυκό

  1. η μνεία
  2. η μνήμη
  3. η προσοχή
  4. η φήμη

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.