μιτροειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μιτροειδής η μιτροειδής το μιτροειδές
      γενική του μιτροειδούς* της μιτροειδούς του μιτροειδούς
    αιτιατική τον μιτροειδή τη μιτροειδή το μιτροειδές
     κλητική μιτροειδή(ς) μιτροειδής μιτροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μιτροειδείς οι μιτροειδείς τα μιτροειδή
      γενική των μιτροειδών των μιτροειδών των μιτροειδών
    αιτιατική τους μιτροειδείς τις μιτροειδείς τα μιτροειδή
     κλητική μιτροειδείς μιτροειδείς μιτροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μιτροειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mitral < αρχαία ελληνική μίτρα

Επίθετο

μιτροειδής, -ής, -ές

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.