ημιθανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιθανής η ημιθανής το ημιθανές
      γενική του ημιθανούς* της ημιθανούς του ημιθανούς
    αιτιατική τον ημιθανή την ημιθανή το ημιθανές
     κλητική ημιθανή(ς) ημιθανής ημιθανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιθανείς οι ημιθανείς τα ημιθανή
      γενική των ημιθανών των ημιθανών των ημιθανών
    αιτιατική τους ημιθανείς τις ημιθανείς τα ημιθανή
     κλητική ημιθανείς ημιθανείς ημιθανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημιθανής < ημι- + -θανης (< ἔ-θαν-ον, αόριστος του θνῄσκω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.mi.θaˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /i.mi.θaˈnes/ ουδέτερο

Επίθετο

ημιθανής, -ής, -ές

  • που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, που κοντεύει να πεθάνει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.