μισοκλειστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισοκλειστός | η | μισοκλειστή | το | μισοκλειστό |
| γενική | του | μισοκλειστού | της | μισοκλειστής | του | μισοκλειστού |
| αιτιατική | τον | μισοκλειστό | τη | μισοκλειστή | το | μισοκλειστό |
| κλητική | μισοκλειστέ | μισοκλειστή | μισοκλειστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισοκλειστοί | οι | μισοκλειστές | τα | μισοκλειστά |
| γενική | των | μισοκλειστών | των | μισοκλειστών | των | μισοκλειστών |
| αιτιατική | τους | μισοκλειστούς | τις | μισοκλειστές | τα | μισοκλειστά |
| κλητική | μισοκλειστοί | μισοκλειστές | μισοκλειστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μισοκλειστός < μισόκλειστος με μετακίνηση τόνου. Μορφολογικά αναλύεται σε μισο- (<μισός) + κλειστός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.so.kliˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σο‐κλει‐στός
- τονικό παρώνυμο: μισόκλειστος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μισόκλειστος
Μεταφράσεις
μισοκλειστός
|
→ δείτε τη λέξη μισόκλειστος |
Πηγές
- μισοκλειστός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.