μικρολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρολογία οι μικρολογίες
      γενική της μικρολογίας των μικρολογιών
    αιτιατική τη μικρολογία τις μικρολογίες
     κλητική μικρολογία μικρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικρολογία < αρχαία ελληνική μικρολογία < μικρολογέομαι < μικρολόγος < μικρός + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + -λογία

Ουσιαστικό

μικρολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.