μικρολόγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μικρολόγος | τὸ | μικρολόγον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μικρολόγου | τοῦ | μικρολόγου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μικρολόγῳ | τῷ | μικρολόγῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μικρολόγον | τὸ | μικρολόγον | ||
| κλητική ὦ! | μικρολόγε | μικρολόγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μικρολόγοι | τὰ | μικρολόγᾰ | ||
| γενική | τῶν | μικρολόγων | τῶν | μικρολόγων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μικρολόγοις | τοῖς | μικρολόγοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μικρολόγους | τὰ | μικρολόγᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μικρολόγοι | μικρολόγᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μικρολόγω | τὼ | μικρολόγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μικρολόγοιν | τοῖν | μικρολόγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μικρολόγος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που υπολογίζει ασήμαντα μικροπράγματα
- που ενδιαφέρεται για μικροέξοδα, τσιγκούνης
- που συνεχώς φέρνει αντίρρηση για ασήμαντα ζητήματα
Συγγενικά
- διαμικρολογέομαι
- καταμικρολογέω
- μικρολογέομαι
- μικρολογέω
- μικρολογητέον
- μικρολογία
Αναφορές
- «μικρλολογώ, μικρολογία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- μικρολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μικρολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.