μικροεισοδηματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μικροεισοδηματίας οι μικροεισοδηματίες
      γενική του/της μικροεισοδηματία των μικροεισοδηματιών
    αιτιατική τον/τη μικροεισοδηματία τους/τις μικροεισοδηματίες
     κλητική μικροεισοδηματία μικροεισοδηματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροεισοδηματίας < μικρο- + εισοδηματίας

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.kɾo.i.so.ði.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μικροεισοδηματίας

Ουσιαστικό

μικροεισοδηματίας αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • μικροεισοδηματίας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.