μεγαλοεισοδηματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μεγαλοεισοδηματίας οι μεγαλοεισοδηματίες
      γενική του/της μεγαλοεισοδηματία των μεγαλοεισοδηματιών
    αιτιατική τον/τη μεγαλοεισοδηματία τους/τις μεγαλοεισοδηματίες
     κλητική μεγαλοεισοδηματία μεγαλοεισοδηματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοεισοδηματίας < μεγαλο- + εισοδηματίας

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.i.so.ði.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλοεισοδηματίας

Ουσιαστικό

μεγαλοεισοδηματίας αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.