μικροδερμαπόξεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροδερμαπόξεση οι μικροδερμαποξέσεις
      γενική της μικροδερμαπόξεσης* των μικροδερμαποξέσεων
    αιτιατική τη μικροδερμαπόξεση τις μικροδερμαποξέσεις
     κλητική μικροδερμαπόξεση μικροδερμαποξέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροδερμαποξέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροδερμαπόξεση < μικρο- + δέρμα + -ο- + απόξεση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microdermabrasion)

Ουσιαστικό

μικροδερμαπόξεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.