απόξεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόξεση οι αποξέσεις
      γενική της απόξεσης* των αποξέσεων
    αιτιατική την απόξεση τις αποξέσεις
     κλητική απόξεση αποξέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόξεση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

απόξεση θηλυκό

  1. (ιατρική) η απομάκρυνση, με ειδικό εργαλείο, τμημάτων από κάποιο όργανο
  2. (ιατρική) (ειδικότερα και κοινά) η έκτρωση με απόξεση (1)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.