απόξεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόξεση | οι | αποξέσεις |
| γενική | της | απόξεσης* | των | αποξέσεων |
| αιτιατική | την | απόξεση | τις | αποξέσεις |
| κλητική | απόξεση | αποξέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποξέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόξεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
απόξεση θηλυκό
- (ιατρική) η απομάκρυνση, με ειδικό εργαλείο, τμημάτων από κάποιο όργανο
- (ιατρική) (ειδικότερα και κοινά) η έκτρωση με απόξεση (1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.