μικροδερματοαπόξεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροδερματοαπόξεση | οι | μικροδερματοαποξέσεις |
| γενική | της | μικροδερματοαπόξεσης* | των | μικροδερματοαποξέσεων |
| αιτιατική | τη | μικροδερματοαπόξεση | τις | μικροδερματοαποξέσεις |
| κλητική | μικροδερματοαπόξεση | μικροδερματοαποξέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μικροδερματοαποξέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
μικροδερματοαπόξεση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.