μεσοαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεσοαστός | οι | μεσοαστοί |
| γενική | του | μεσοαστού | των | μεσοαστών |
| αιτιατική | τον | μεσοαστό | τους | μεσοαστούς |
| κλητική | μεσοαστέ | μεσοαστοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεσοαστός αρσενικό
- κάποιος που θα μπορούσε να καταταχθεί στα μεσαία στρώματα της αστικής τάξης
Συγγενικά
- μεσοαστικός
- → δείτε τις λέξεις μέσος και άστυ
Μεταφράσεις
μεσοαστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.