φανταστικό μέρος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φανταστικό μέρος < φανταστικός + μέρος

Πολυλεκτικός όρος

φανταστικό μέρος

  1. ανύπαρκτη τοποθεσία
  2. πάρα πολύ ωραία τοποθεσία
    πήγα διακοπές σε ένα φανταστικό μέρος!
  3. (μαθηματικά) τμήμα μιγαδικού αριθμού που αποτελείται από ένα πραγματικό αριθμό και τη φανταστική μονάδα
    ο 3 + 2i είναι ένας μιγαδικός, με πραγματικό μέρος 3 και φανταστικό μέρος 2i

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.