μητροκτονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μητροκτονία | οι | μητροκτονίες |
| γενική | της | μητροκτονίας | των | μητροκτονιών |
| αιτιατική | τη | μητροκτονία | τις | μητροκτονίες |
| κλητική | μητροκτονία | μητροκτονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.