μηδαμινότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηδαμινότητα οι μηδαμινότητες
      γενική της μηδαμινότητας των μηδαμινοτήτων
    αιτιατική τη μηδαμινότητα τις μηδαμινότητες
     κλητική μηδαμινότητα μηδαμινότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηδαμινότητα < (καθαρεύουσα) μηδαμιν(ότης) + -ότητα < αρχαία ελληνική μηδαμιν(ός) + (καθαρεύουσα) -ότης [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.ða.miˈno.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μηδαμινότητα

Ουσιαστικό

μηδαμινότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μηδέ

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.