ἁμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

ἁμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sṃ- (δείτε και ἅμα). Συγγενές με τα γοτθικά sums (κάποιος), suman (κάποτε)

Αντωνυμία

ἁμός

  • αρχαία λέξη ισοδύναμη με το εἷς ή το τις, που βρίσκεται μόνο σε παράγωγα όπως ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμῶς, ἁμόθεν, ἁμόθι ή σε σύνθετα όπως τα οὐδαμός, μηδαμός

Ετυμολογία 2

ἁμός  δείτε και τη λέξη ὑμός (αντί του ὑμέτερος), σφός (αντί του σφέτερος)

Αντωνυμία

ἁμός, -ή, -όν

  1. δικός μας
     συνώνυμα: ἡμέτερος
  2. δικός μου (γράφεται και με ψιλή ἀμός)
    οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἐπέβην (Ομήρου Οδύσσεια, λ 166-7)
     συνώνυμα: ἐμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.