απαριθμητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απαριθμητής οι απαριθμητές
      γενική του απαριθμητή των απαριθμητών
    αιτιατική τον απαριθμητή τους απαριθμητές
     κλητική απαριθμητή απαριθμητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαριθμητής < απαριθμώ + -τής

Ουσιαστικό

απαριθμητής αρσενικό

  1. ο μετρητής
  2. (πληροφορική) βλ. συνώνυμο μετρητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.