μεταφυτευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφυτευμένος η μεταφυτευμένη το μεταφυτευμένο
      γενική του μεταφυτευμένου της μεταφυτευμένης του μεταφυτευμένου
    αιτιατική τον μεταφυτευμένο τη μεταφυτευμένη το μεταφυτευμένο
     κλητική μεταφυτευμένε μεταφυτευμένη μεταφυτευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφυτευμένοι οι μεταφυτευμένες τα μεταφυτευμένα
      γενική των μεταφυτευμένων των μεταφυτευμένων των μεταφυτευμένων
    αιτιατική τους μεταφυτευμένους τις μεταφυτευμένες τα μεταφυτευμένα
     κλητική μεταφυτευμένοι μεταφυτευμένες μεταφυτευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταφυτευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταφυτεύω

Μετοχή

μεταφυτευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.