μεταφερτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφερτός η μεταφερτή το μεταφερτό
      γενική του μεταφερτού της μεταφερτής του μεταφερτού
    αιτιατική τον μεταφερτό τη μεταφερτή το μεταφερτό
     κλητική μεταφερτέ μεταφερτή μεταφερτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφερτοί οι μεταφερτές τα μεταφερτά
      γενική των μεταφερτών των μεταφερτών των μεταφερτών
    αιτιατική τους μεταφερτούς τις μεταφερτές τα μεταφερτά
     κλητική μεταφερτοί μεταφερτές μεταφερτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταφερτός < μεταφέρω + -τός

Επίθετο

μεταφερτός

  1. που είναι δυνατόν να μεταφερθεί
  2. άλλη μορφή του μεταφερμένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.