μεταφερτά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μεταφερτά
<
μεταφερτός
+
-ά
Επίρρημα
μεταφερτά
(
σπάνιο
)
με
μεταφερτό
τρόπο
Μεταφράσεις
μεταφερτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεταφερτά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
μεταφερτό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.