μετατροπέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μετατροπέας | οι | μετατροπείς |
| γενική | του | μετατροπέα | των | μετατροπέων |
| αιτιατική | τον | μετατροπέα | τους | μετατροπείς |
| κλητική | μετατροπέα | μετατροπείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετατροπέας < μετατρέπω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μετατρέπω
Μεταφράσεις
μετατροπέας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.