μετατρεπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετατρεπτικός η μετατρεπτική το μετατρεπτικό
      γενική του μετατρεπτικού της μετατρεπτικής του μετατρεπτικού
    αιτιατική τον μετατρεπτικό τη μετατρεπτική το μετατρεπτικό
     κλητική μετατρεπτικέ μετατρεπτική μετατρεπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετατρεπτικοί οι μετατρεπτικές τα μετατρεπτικά
      γενική των μετατρεπτικών των μετατρεπτικών των μετατρεπτικών
    αιτιατική τους μετατρεπτικούς τις μετατρεπτικές τα μετατρεπτικά
     κλητική μετατρεπτικοί μετατρεπτικές μετατρεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετατρεπτικός < μετατρέπω

Επίθετο

μετατρεπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.