μεταπύργιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεταπύργιο | τα | μεταπύργια |
| γενική | του | μεταπυργίου & μεταπύργιου |
των | μεταπυργίων |
| αιτιατική | το | μεταπύργιο | τα | μεταπύργια |
| κλητική | μεταπύργιο | μεταπύργια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταπύργιο < αρχαία ελληνική μεταπύργιον < μετά + πύργος
Συνώνυμα
- μεσοπύργιο
- μεταπρομαχώνας
- κορτίνα
- μετατείχιο
- προπύργιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.