μεταγλωττισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταγλωττισμένος η μεταγλωττισμένη το μεταγλωττισμένο
      γενική του μεταγλωττισμένου της μεταγλωττισμένης του μεταγλωττισμένου
    αιτιατική τον μεταγλωττισμένο τη μεταγλωττισμένη το μεταγλωττισμένο
     κλητική μεταγλωττισμένε μεταγλωττισμένη μεταγλωττισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταγλωττισμένοι οι μεταγλωττισμένες τα μεταγλωττισμένα
      γενική των μεταγλωττισμένων των μεταγλωττισμένων των μεταγλωττισμένων
    αιτιατική τους μεταγλωττισμένους τις μεταγλωττισμένες τα μεταγλωττισμένα
     κλητική μεταγλωττισμένοι μεταγλωττισμένες μεταγλωττισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταγλωττισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταγλωττίζω

Μετοχή

μεταγλωττισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.