γραμματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραμματολογία οι γραμματολογίες
      γενική της γραμματολογίας των γραμματολογιών
    αιτιατική τη γραμματολογία τις γραμματολογίες
     κλητική γραμματολογία γραμματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραμματολογία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γραμματολογία θηλυκό

  1. ο κλάδος της επιστήμης που μελετά την ιστορία της γραμματείας (λογοτεχνίας) ενός έθνους, μιας εποχής κλπ
      Οι τάσεις εκμοντερνισμού και ευθυγράμμισης με την ευρωπαϊκή παιδεία της εποχής, που αναπτύσσονται στους κόλπους του φαναριωτισμού, δεν αισθάνονται να εκφράζονται πια μέσα από τη μονοκρατορία της κατεξοχήν έμμετρης μεταβυζαντινής γραμματολογίας μας, καθώς και μέσα από τις μορφολογικές επιβιώσεις που κυριαρχούν εν πολλοίς στο σύνολο ποιητικό έργο της εποχής αλλά και στα επιτεύγματα της κρητικής αναγέννησης.
    Άννα Ταμπάκη, Χειρόγραφες μεταφράσεις του διαφωτισμού; η πρόσληψη των δυτικοευρωπαϊκών λογοτεχνικών ειδών, Σύγκριση, τόμος 12, 2001, σελ. 18
  2. το σχετικό εγχειρίδιο
    κάθε φοιτητής της κλασικής φιλολογίας μελετά τη γραμματολογία του Lesky

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.