μετάλλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετάλλιο τα μετάλλια
      γενική του μετάλλιου
& μεταλλίου
των μετάλλιων
& μεταλλίων
    αιτιατική το μετάλλιο τα μετάλλια
     κλητική μετάλλιο μετάλλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετάλλιο < (καθαρεύουσα) μετάλλιον < (άμεσο δάνειο) ιταλική medaglia < λατινική medialia, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του medialis < medius < πρωτοϊταλική *meðios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *médʰyos ‎(μέσος) < *me-dʰi- ‎(με, ανάμεσα) < *me (με παρετυμολογική επίδραση από τη λέξη μέταλλο)

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈta.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετάλλιο
τονικό παρώνυμο: μεταλλείο

Ουσιαστικό

μετάλλιο ουδέτερο

  1. αναμνηστική μικρή πλάκα (συνήθως κυκλικού σχήματος) που απονέμεται επίσημα σε κάποιον που θέλουμε να τιμήσουμε
    χρυσό μετάλλιο, αργυρό 'μετάλλιο, χάλκινο μετάλλιο, ολυμπιακό μετάλλιο
  2. αναμνηστική μικρή πλάκα (συνήθως κυκλικού σχήματος) που εκδίδεται και κυκλοφορεί σε κάποια επέτειο σημαντικού (ιστορικού ή άλλου) γεγονότος
    αναμνηστικό μετάλλιο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.