μελανούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελανούρι τα μελανούρια
      γενική του μελανουριού των μελανουριών
    αιτιατική το μελανούρι τα μελανούρια
     κλητική μελανούρι μελανούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Oblada melanura

Ετυμολογία

μελανούρι < μεσαιωνική ελληνική μελανούρι(ν) < αρχαία ελληνική μελάνουρος < μέλας + οὐρά

Προφορά

ΔΦΑ : /me.laˈnu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελανούρι

Ουσιαστικό

μελανούρι ουδέτερο

  1. ψάρι του αλμυρού νερού με μαύρη γραμμή στην ουρά, της οικογένειας των Σπαριδών, το μοναδικό του γένους Oblada (oblada melanura)
  2. (μεταφορικά, οικείο) όμορφη μελαχρινή νέα (ή και νέος)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.