μελαγχολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μελαγχολώ < αρχαία ελληνική μελαγχολάω / μελαγχολῶ < μελάγχολος < μέλας + χολή
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.laŋ.xoˈlo/
Ρήμα
μελαγχολώ
Συγγενικά
- μελαγχολία
- μελαγχολικά
- μελαγχολικός
- → δείτε τις λέξεις μέλας και χολή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μελαγχολώ | μελαγχολούσα | θα μελαγχολώ | να μελαγχολώ | μελαγχολώντας | |
| β' ενικ. | μελαγχολείς | μελαγχολούσες | θα μελαγχολείς | να μελαγχολείς | (μελαγχόλει) | |
| γ' ενικ. | μελαγχολεί | μελαγχολούσε | θα μελαγχολεί | να μελαγχολεί | ||
| α' πληθ. | μελαγχολούμε | μελαγχολούσαμε | θα μελαγχολούμε | να μελαγχολούμε | ||
| β' πληθ. | μελαγχολείτε | μελαγχολούσατε | θα μελαγχολείτε | να μελαγχολείτε | μελαγχολείτε | |
| γ' πληθ. | μελαγχολούν(ε) | μελαγχολούσαν(ε) | θα μελαγχολούν(ε) | να μελαγχολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μελαγχόλησα | θα μελαγχολήσω | να μελαγχολήσω | μελαγχολήσει | ||
| β' ενικ. | μελαγχόλησες | θα μελαγχολήσεις | να μελαγχολήσεις | μελαγχόλησε | ||
| γ' ενικ. | μελαγχόλησε | θα μελαγχολήσει | να μελαγχολήσει | |||
| α' πληθ. | μελαγχολήσαμε | θα μελαγχολήσουμε | να μελαγχολήσουμε | |||
| β' πληθ. | μελαγχολήσατε | θα μελαγχολήσετε | να μελαγχολήσετε | μελαγχολήστε | ||
| γ' πληθ. | μελαγχόλησαν μελαγχολήσαν(ε) |
θα μελαγχολήσουν(ε) | να μελαγχολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μελαγχολήσει | είχα μελαγχολήσει | θα έχω μελαγχολήσει | να έχω μελαγχολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μελαγχολήσει | είχες μελαγχολήσει | θα έχεις μελαγχολήσει | να έχεις μελαγχολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μελαγχολήσει | είχε μελαγχολήσει | θα έχει μελαγχολήσει | να έχει μελαγχολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μελαγχολήσει | είχαμε μελαγχολήσει | θα έχουμε μελαγχολήσει | να έχουμε μελαγχολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μελαγχολήσει | είχατε μελαγχολήσει | θα έχετε μελαγχολήσει | να έχετε μελαγχολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μελαγχολήσει | είχαν μελαγχολήσει | θα έχουν μελαγχολήσει | να έχουν μελαγχολήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.