μειόκαινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειόκαινος η μειόκαινη το μειόκαινο
      γενική του μειόκαινου της μειόκαινης του μειόκαινου
    αιτιατική τον μειόκαινο τη μειόκαινη το μειόκαινο
     κλητική μειόκαινε μειόκαινη μειόκαινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειόκαινοι οι μειόκαινες τα μειόκαινα
      γενική των μειόκαινων των μειόκαινων των μειόκαινων
    αιτιατική τους μειόκαινους τις μειόκαινες τα μειόκαινα
     κλητική μειόκαινοι μειόκαινες μειόκαινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μειόκαινος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική meiocaenus / miocaenus < αρχαία ελληνική μείων (συγκριτικός βαθμός του μικρός) + καινός

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈo.ce.nos/

Επίθετο

μειόκαινος, -η / -ος, -ο

  1. (γεωλογία) που αφορά την πρώτη γεωλογική εποχή της Νεογενούς Περιόδου (πριν από 23 μέχρι 5,332 εκατομμύρια χρόνια) ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μειόκαινος (θηλυκό) ή μειόκαινο (ουδέτερο) (γεωλογία) η πρώτη γεωλογική εποχή της Νεογενούς Περιόδου (πριν από 23 μέχρι 5,332 εκατομμύρια χρόνια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.