μεθορμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μεθορμίζω (παθητική φωνή: μεθορμίζομαι)
Συγγενικά
- μεθόρμιση
- μεθορμισμένος
- → δείτε τις λέξεις μετά και όρμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεθορμίζω | μεθόρμιζα | θα μεθορμίζω | να μεθορμίζω | μεθορμίζοντας | |
| β' ενικ. | μεθορμίζεις | μεθόρμιζες | θα μεθορμίζεις | να μεθορμίζεις | μεθόρμιζε | |
| γ' ενικ. | μεθορμίζει | μεθόρμιζε | θα μεθορμίζει | να μεθορμίζει | ||
| α' πληθ. | μεθορμίζουμε | μεθορμίζαμε | θα μεθορμίζουμε | να μεθορμίζουμε | ||
| β' πληθ. | μεθορμίζετε | μεθορμίζατε | θα μεθορμίζετε | να μεθορμίζετε | μεθορμίζετε | |
| γ' πληθ. | μεθορμίζουν(ε) | μεθόρμιζαν μεθορμίζαν(ε) |
θα μεθορμίζουν(ε) | να μεθορμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεθόρμισα | θα μεθορμίσω | να μεθορμίσω | μεθορμίσει | ||
| β' ενικ. | μεθόρμισες | θα μεθορμίσεις | να μεθορμίσεις | μεθόρμισε | ||
| γ' ενικ. | μεθόρμισε | θα μεθορμίσει | να μεθορμίσει | |||
| α' πληθ. | μεθορμίσαμε | θα μεθορμίσουμε | να μεθορμίσουμε | |||
| β' πληθ. | μεθορμίσατε | θα μεθορμίσετε | να μεθορμίσετε | μεθορμίστε | ||
| γ' πληθ. | μεθόρμισαν μεθορμίσαν(ε) |
θα μεθορμίσουν(ε) | να μεθορμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεθορμίσει | είχα μεθορμίσει | θα έχω μεθορμίσει | να έχω μεθορμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεθορμίσει | είχες μεθορμίσει | θα έχεις μεθορμίσει | να έχεις μεθορμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεθορμίσει | είχε μεθορμίσει | θα έχει μεθορμίσει | να έχει μεθορμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεθορμίσει | είχαμε μεθορμίσει | θα έχουμε μεθορμίσει | να έχουμε μεθορμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεθορμίσει | είχατε μεθορμίσει | θα έχετε μεθορμίσει | να έχετε μεθορμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεθορμίσει | είχαν μεθορμίσει | θα έχουν μεθορμίσει | να έχουν μεθορμίσει |
| |
Μεταφράσεις
μεθορμίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.