μαυρομάνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυρομάνικος η μαυρομάνικη το μαυρομάνικο
      γενική του μαυρομάνικου της μαυρομάνικης του μαυρομάνικου
    αιτιατική τον μαυρομάνικο τη μαυρομάνικη το μαυρομάνικο
     κλητική μαυρομάνικε μαυρομάνικη μαυρομάνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυρομάνικοι οι μαυρομάνικες τα μαυρομάνικα
      γενική των μαυρομάνικων των μαυρομάνικων των μαυρομάνικων
    αιτιατική τους μαυρομάνικους τις μαυρομάνικες τα μαυρομάνικα
     κλητική μαυρομάνικοι μαυρομάνικες μαυρομάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαυρομάνικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρομάνικος (μαχαίρι με μαύρη λαβή)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μαυρο- + μανίκ(ι) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.vɾoˈma.ni.kos/

Επίθετο

μαυρομάνικος, -η, -ο

  1. το ρούχα με τα μαύρα μανίκια
  2. το μαχαίρι με τη μαύρη λαβή, παλιά από κέρατο ταύρου, το οποίο κατά το μεσαιωνα το χρησιμοποιούσαν και στα μάγια ή στην παρασκευή βοτάνων θεωρώντας το τελετουργικά χρήσιμο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαυρομάνικος < μαυρο- + μανίκ(ιν) + -ος

Επίθετο

μαυρομάνικος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.