μαυρομάνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαυρομάνικος | η | μαυρομάνικη | το | μαυρομάνικο |
| γενική | του | μαυρομάνικου | της | μαυρομάνικης | του | μαυρομάνικου |
| αιτιατική | τον | μαυρομάνικο | τη | μαυρομάνικη | το | μαυρομάνικο |
| κλητική | μαυρομάνικε | μαυρομάνικη | μαυρομάνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαυρομάνικοι | οι | μαυρομάνικες | τα | μαυρομάνικα |
| γενική | των | μαυρομάνικων | των | μαυρομάνικων | των | μαυρομάνικων |
| αιτιατική | τους | μαυρομάνικους | τις | μαυρομάνικες | τα | μαυρομάνικα |
| κλητική | μαυρομάνικοι | μαυρομάνικες | μαυρομάνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαυρομάνικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρομάνικος (μαχαίρι με μαύρη λαβή)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μαυρο- + μανίκ(ι) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈma.ni.kos/
Επίθετο
μαυρομάνικος, -η, -ο
- το ρούχα με τα μαύρα μανίκια
- το μαχαίρι με τη μαύρη λαβή, παλιά από κέρατο ταύρου, το οποίο κατά το μεσαιωνα το χρησιμοποιούσαν και στα μάγια ή στην παρασκευή βοτάνων θεωρώντας το τελετουργικά χρήσιμο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
μαυρομάνικος
|
|
Αναφορές
- μαυρομάνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μαυρομάνικος < μαυρο- + μανίκ(ιν) + -ος
Πηγές
- μαυρομάνικος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.