τελετουργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τελετουργικός | η | τελετουργική | το | τελετουργικό |
| γενική | του | τελετουργικού | της | τελετουργικής | του | τελετουργικού |
| αιτιατική | τον | τελετουργικό | την | τελετουργική | το | τελετουργικό |
| κλητική | τελετουργικέ | τελετουργική | τελετουργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τελετουργικοί | οι | τελετουργικές | τα | τελετουργικά |
| γενική | των | τελετουργικών | των | τελετουργικών | των | τελετουργικών |
| αιτιατική | τους | τελετουργικούς | τις | τελετουργικές | τα | τελετουργικά |
| κλητική | τελετουργικοί | τελετουργικές | τελετουργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τελετουργικός < τελετουργία + -ικός
Επίθετο
τελετουργικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ή έχει το χαρακτήρα της τελετουργίας
- το δείπνο έγινε με τελετουργικό τρόπο
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.