ματαιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ματαιωμένος η ματαιωμένη το ματαιωμένο
      γενική του ματαιωμένου της ματαιωμένης του ματαιωμένου
    αιτιατική τον ματαιωμένο τη ματαιωμένη το ματαιωμένο
     κλητική ματαιωμένε ματαιωμένη ματαιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ματαιωμένοι οι ματαιωμένες τα ματαιωμένα
      γενική των ματαιωμένων των ματαιωμένων των ματαιωμένων
    αιτιατική τους ματαιωμένους τις ματαιωμένες τα ματαιωμένα
     κλητική ματαιωμένοι ματαιωμένες ματαιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ματαιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ματαιώνω

Μετοχή

ματαιωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.