μασόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μασόνος | οι | μασόνοι |
| γενική | του | μασόνου | των | μασόνων |
| αιτιατική | τον | μασόνο | τους | μασόνους |
| κλητική | μασόνε | μασόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μασόνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική masson(e) (χτίστης) + -ος < περικοπή του frammassone < γαλλική franc-maçon < αγγλική freemason.[1] Δείτε την αγγλική λέξη mason.
Ουσιαστικό
μασόνος αρσενικό
- το μέλος μιας μασονικής στοάς
- θύμα θεωρίας συνωμοσίας
- (μεταφορικά) εκμεταλλευτής εξουσίας, προδότης
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.