μασονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μασονισμός | οι | μασονισμοί |
| γενική | του | μασονισμού | των | μασονισμών |
| αιτιατική | τον | μασονισμό | τους | μασονισμούς |
| κλητική | μασονισμέ | μασονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μασονισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική franc-maçonisme
Ουσιαστικό

Μασονικό σύμβολο.
μασονισμός αρσενικό
- παγκόσμια μυστική αδελφότητα της οποίας τα μέλη ανήκουν σε κατά τόπους τεκτονικές Στοές, έχουν κοινές ηθικές και μεταφυσικές απόψεις και αλληλοϋποστηρίζονται
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.