μασκαράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασκαράς οι μασκαράδες
      γενική του μασκαρά των μασκαράδων
    αιτιατική τον μασκαρά τους μασκαράδες
     κλητική μασκαρά μασκαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασκαράς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μασκαρᾶς[1] < (άμεσο δάνειο) παλαιά ιταλική ή βενετική mascara[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.skaˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μασκαράς

Ουσιαστικό

μασκαράς αρσενικό (θηλυκό μασκαρού)

  1. ο μεταμφιεσμένος τις Απόκριες
  2. ο απατεώνας

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μασκαράς -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. μασκαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.