μασκαρού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μασκαρού | οι | μασκαρούδες |
| γενική | της | μασκαρούς | των | μασκαρούδων |
| αιτιατική | τη | μασκαρού | τις | μασκαρούδες |
| κλητική | μασκαρού | μασκαρούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μασκαρού < μασκαρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού
Ουσιαστικό
μασκαρού θηλυκό
- (ιδιωματικό) θηλυκό του μασκαράς
- η γυναίκα που είναι μεταμφιεσμένη τις Απόκριες
- ※ η μασκαρού - οι μασκαρούδες (απόσπαμα - Θρακικά, 1941
- ※ Γεώργιος Σουρής, εφημερίδα Ο Ρωμηός, φύλλο Μαρτίου 1908 [μεταγράφουμε σε μονοτονικό - από ποίημα για τις Απόκριες]
- Τι καλά, βρε Περικλέτο, / την 'περάσαμε κι εφέτο. / Σε γνωρίζω προ καιρού / μούλεγε μια μασκαρού
- (μεταφορικά) η απατεώνισσα
- Έβαζε μάλιστα και μαντέκα, μην του τσαλακωθεί καθ' ύπνον ο φρεσκοσιδερωμένος αλά Κάιζερ μύστακας. Έτσι ντυνόταν, βλέπεις, για να κοιμούνται οι «κιμπάρηδες» . Κι αυτή, η μασκαρού η αρκούδα, αναπαυόταν έτσι κάθε μεσημέρι.
- Τόλης Καζαντζής, Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, σελ. 37
- η γυναίκα που είναι μεταμφιεσμένη τις Απόκριες
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μασκαράς
& απατεώνας
μασκαρού
|
→ δείτε τη λέξη απατεώνισσα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.