παλιομασκαράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παλιομασκαράς | οι | παλιομασκαράδες |
| γενική | του | παλιομασκαρά | των | παλιομασκαράδων |
| αιτιατική | τον | παλιομασκαρά | τους | παλιομασκαράδες |
| κλητική | παλιομασκαρά | παλιομασκαράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
παλιομασκαράς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.