testimonial
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
testimonial (en)
- η μαρτυρία, η ένορκη κατάθεση
- η συστατική επιστολή
- αγώνας προς τιμήν αθλητή ή παλαίμαχου, ο οποίος αποκομίζει ποσοστό των κερδών
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | testimonial | testimoniaux |
| θηλυκό | testimoniale | testimoniales |
testimonial (fr)
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.