μαντρόσκυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαντρόσκυλο | τα | μαντρόσκυλα |
| γενική | του | μαντρόσκυλου | των | μαντρόσκυλων |
| αιτιατική | το | μαντρόσκυλο | τα | μαντρόσκυλα |
| κλητική | μαντρόσκυλο | μαντρόσκυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πρόβατα και μαντρόσκυλο
Ουσιαστικό
μαντρόσκυλο ουδέτερο
- μεγαλόσωμος σκύλος που προστατεύει τα ζώα των κτηνοτρόφων
- (μειωτικό) μεγαλόσωμο σκυλί το οποίο δεν είναι κάποιας ράτσας
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός ανθρώπων που υποστηρίζουν ή προστατεύουν τα συμφέροντα άλλων, συνήθως πλούσιων και ισχυρών ατόμων ή πολιτικών
Πηγές
- μαντρόσκυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.