μανέστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μανέστρα | οι | μανέστρες |
| γενική | της | μανέστρας | — | |
| αιτιατική | τη | μανέστρα | τις | μανέστρες |
| κλητική | μανέστρα | μανέστρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μοσχάρι με μανέστρα
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μανέστρα θηλυκό
- (γαστρονομία)
Εκφράσεις
- χαλάει η μανέστρα, χαλάει η σούπα: ματαιώνεται κάποιο σχέδιο
-
μανέστρα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.