αμανές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμανές | οι | αμανέδες |
| γενική | του | αμανέ | των | αμανέδων |
| αιτιατική | τον | αμανέ | τους | αμανέδες |
| κλητική | αμανέ | αμανέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμανές < (άμεσο δάνειο) τουρκική mâni με ανάπτυξη προτακτικού α-[1] < αραβική معنى (máʕnā)
Ουσιαστικό
αμανές αρσενικό
- είδος λαϊκού τραγουδιού, με ανατολίτικες ρίζες, ερωτικό συνήθως στο οποίο επαναλμβάνεται συχνά το επιφώνημα «αμάν!»
Μεταφράσεις
αμανές
|
|
Αναφορές
- αμανές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.